εὐνόητος — easily understood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνόητος — η, ο ευκολονόητος, κατανοητός: Αυτό είναι ευνόητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐνόητον — εὐνόητος easily understood masc/fem acc sg εὐνόητος easily understood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοήτους — εὐνόητος easily understood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνόητα — εὐνόητος easily understood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνόητοι — εὐνόητος easily understood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
αυτονόητος — η, ο (Μ αὐτονόητος, ον) αυτός που είναι κατανοητός από μόνος του, ευνόητος, σαφής … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek